τσεχοσλοβακικός

τσεχοσλοβακικός
η , ό[ν] чехословацкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τσεχοσλοβακικός" в других словарях:

  • τσεχοσλοβακικός — τσεχοσλοβακικός, ή, ό και τσεχοσλοβάκικος, η, ο που έχει σχέση με την Τσεχοσλοβακία ή τους Τσεχοσλοβάκους: Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεχοσλοβακικός — ή, ό και τσεχοσλοβάκικος, η, ο, Ν [Τσεχοσλοβάκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρώην Τσεχοσλοβακία ή στους Τσεχοσλοβάκους …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»